- προσυπολογισμός
- ο, Ν [προσυπολογίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπολογίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσμέτρηση — η, Ν συνυπολογισμός, προσυπολογισμός, συναρίθμηση («για τον καθορισμό τού ποσού τής σύνταξής του ζήτησε την προσμέτρηση τών χρόνων που εργάστηκε στο εξωτερικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσμετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσμέτρησις, μαρτυρείται από το 1833… … Dictionary of Greek
προσυπολόγιση — η, Ν [προϋπολογίζω] ο προσυπολογισμός … Dictionary of Greek